- πέδορτος
- πέδορτος (A), ον, ([etym.] πέδον, ὄρνυμαι)A rising from the ground,
κτύπος S.Ichn.212
.------------------------------------πέδορτος (B), ον,A = μεθέορτος, expld. by ἡμέρα ἐν ᾗ οὐ γίνεται ἑορτή, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.