πέδορτος

πέδορτος
πέδορτος (A), ον, ([etym.] πέδον, ὄρνυμαι)
A rising from the ground,

κτύπος S.Ichn.212

.
------------------------------------
πέδορτος (B), ον,
A = μεθέορτος, expld. by ἡμέρα ἐν ᾗ οὐ γίνεται ἑορτή, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πέδορτος — (I) ον, Α αυτός που εγείρεται ή προέρχεται από το έδαφος («πέδορτος κτύπος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. νέ ορτος, παλίν ορτος]. (II) ον, Α αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή,… …   Dictionary of Greek

  • πέδορτον — πέδορτος rising from the ground masc/fem acc sg πέδορτος rising from the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδορτα — πέδορτος rising from the ground neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”